- εὐθηνεῖτο
- εὐθηνέωthrivepres opt mp 3rd sg (epic ionic)εὐθηνέωthriveimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθηνώ — εὐθηνῶ, έω (Α) ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek